Οι προεδρικές εκλογές της 3ης Νοεμβρίου βρίσκουν την Ελληνοαμερικανική Κοινότητα με ένα λιγότερο δίλημμα, γύρω από το ποιος από τους δύο αντιπάλους θα είναι καλύτερος για τα θέματα που την ενδιαφέρουν, τα ούτω καλούμενα εθνικά θέματα, όπως το κυπριακό, τα ελληνοτουρκικά, οι διμερείς σχέσεις και το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Επί της προεδρίας Ντόναλντ Τραμπ είδαμε την μεγαλύτερη άνθηση στις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – ΗΠΑ και πολλή μεγάλη πρόοδο στις σχέσεις με την Κύπρου. Παρότι σε πολύ μεγάλο βαθμό καθοριστικό ρόλο έπαιξε το Κογκρέσο με το Νόμο Ανατολικής Μεσογείου και την άρση του εμπάργκο όπλων στην Κύπρο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα τέσσερα αυτά χρόνια έγιναν περισσότερα από ότι οποιαδήποτε άλλη αμερικανική κυβέρνηση. Κι αν δεν είχαμε την τεράστια υποχωρητικότητα του προέδρου Τραμπ στον Τούρκο πρόεδρο Ερντογάν, θα βαθμολογούσαμε την παρούσα κυβέρνηση με άριστα. Ωστόσο η σχέση του με τον Τούρκο πρόεδρο παραμένει σκοτεινό σημείο.
Από την άλλη πλευρά, ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν είναι ένας από τους σημαντικότερους και σταθερότερους φίλους της Ελλάδας και της Κύπρου διαχρονικά. Από την εποχή που ο κυπριακής καταγωγής ομογενής του Ντέλαγουερ Γκας Γεωργίου τον μύησε στην υπόθεση της Κύπρου, ο Μπάιντεν στέκεται στο πλευρό μας. Είναι αυτός που με τις διαδοχικές του συναντήσεις με την ηγεσία του Ελληνοαμερικανικού Λόμπι, το 2013-2015 δημιούργησε το υπόβαθρο για μια νέα αμερικανική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, ενθαρρύνοντας τις τριμερείς συνεργασίες Ελλάδας και Κύπρου με το Ισραήλ, την Αίγυπτο κι άλλες χώρες της περιοχής.
Χωρίς τον Τζο Μπάιντεν (που επισκέφθηκε την Κύπρο το Μάιο του 2014), αλλά και την επίσκεψη Ομπάμα στην Αθήνα το Νοέμβριο του 2016, δεν θα είχαμε αυτή την άνθηση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, οι οποίες βέβαια σε μεγάλο βαθμό πρέπει να πιστωθούν στον πρέσβη των ΗΠΑ στην Αθήνα, Τζέφρι Πάιατ.
Αυτή λοιπόν τη φορά, για την Ελληνοαμερικανική Κοινότητα το δίλημμα δεν είναι το ποιος από τους δύο θα είναι καλύτερος για την Ελλάδα και την Κύπρο. Οι σχέσεις με τις ΗΠΑ έχουν τροχοδρομηθεί σε τέτοιο βαθμό, που σε λίγο θα λέμε ότι δεν θα εξαρτώνται από το ποιες κυβερνήσεις θα υπάρχουν στην Ουάσιγκτον, την Αθήνα και τη Λευκωσία. Μακάρι να φτάσουμε κάποτε στο ίδιο επίπεδο με το Ισραήλ. Μακάρι ακόμη να φτάσουμε ως Ελληνοαμερικανική Κοινότητα κάποτε στο ίδιο επίπεδο με την Αμερικανοεβραϊκή και να λέμε, όπως ο διευθύνων σύμβουλος της AJC Ντέιβιντ Χάρις «εμείς δεν είμαστε Ρεπουμπλικανοί, ή Δημοκρατικοί, Λικούντ ή Εργατικοί, αλλά η Αμερικανοεβραϊκή Επιτροπή».
ΜΕ ΚΑΘΑΡΑ
ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΑ
ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ
Στις εκλογές αυτές λοιπόν θα κρίνουμε τους δύο υποψηφίους με καθαρά αμερικανικά κριτήρια.
Από απόψεως εμπειρίας και κύρους, αν και ηγήθηκε της μεγαλύτερης υπερδύναμης για τέσσερα χρόνια, ο πρόεδρος Τραμπ παραμένει αλλοπρόσαλλος, αδαής και ασταθής στην αντιμετώπιση των μεγάλων διεθνών και εσωτερικών πολιτικών και κοινωνικών προβλημάτων. Ο παρορμητισμός του τον καθιστά επικίνδυνο. Η άγνοιά του προκαλεί αβεβαιότητα. Και ο ναρκισσισμός του είναι επικίνδυνος τόσο για τον ίδιο όσο και για τη χώρα.
Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε την πανδημία του κορωνοϊού ζημίωσε τις ΗΠΑ, προκάλεσε θύματα, σύγχυση και είχε τεράστιο κοινωνικό κόστος.
Ο αμοραλισμός που επέδειξε εγκωμιάζοντας ακροδεξιές φιλορατσιστικές οργανώσεις που προπαγανδίζουν τη βία, για να μετατραπούν οι μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις σε όλη τη χώρα, είναι δείγμα του πόσο αδίστακτη μπορεί να γίνει η εξουσία για να κρατηθεί πάση θυσία.
Ο Τραμπ έχει πει επανειλημμένα ψέματα στον αμερικανικό λαό, αλλά και έχει προσπαθήσει να κρατήσει όσο περισσότερο κλεισμένους στην ντουλάπα σκελετούς τους παρελθόντος. Αρχίζοντας από την πρωτοφανή για πρόεδρο μη δημοσιοποίηση των φορολογικών του δηλώσεων, μέχρι λογαριασμών σε ξένες τράπεζες, σχέσεις διαπλοκής σε χώρες όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Τουρκία.
Δυστυχώς δεν τρέφουμε την παραμικρή εμπιστοσύνη στον Ντόναλντ Τραμπ. Αν στα τέσσερα αυτά χρόνια μπόρεσε κάπως να συγκρατηθεί, ενόψει της διεκδίκησης της επανεκλογής του, αν τα καταφέρει θα βιώσουμε μία πολύ χειρότερη τετραετία.
Ο Ντόναλντ Τραμπ πρέπει όχι απλά να ηττηθεί, αλλά να συντριβεί, ώστε στο μέλλον να μη βιώσουμε εκ νέου τέτοια επικίνδυνα φαινόμενα. Η χώρα βρίσκεται στο χείλος του εμφυλίου πολέμου κι αυτός αντί να επουλώνει πληγές ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Μαζί με τον Τραμπ πρέπει να συντριβεί κι ο Τραμπισμός. Οι τυχοδιώκτες της πολιτικής και των ΜΜΕ που προωθούν τα ίδια ψέματα με τον Αμερικανό πρόοδο, τις ίδιες διχαστικές πολιτικές.
Πρέπει και τα δύο νομοθετικά σώματα να περάσουν στα χέρια των δημοκρατικών και να αφιερωθεί η επόμενη διετία σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις, στο τομέα της δικαιοσύνης, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, των κοινωνικών ασφαλίσεων, της δωρεάν ανώτατης εκπαίδευσης.
Είπαμε νωρίτερα πως φτάσαμε στο επίπεδο όποιος κι αν κερδίσει από τους δύο υποψήφιους, η διαφορά για τα ελληνικά εθνικά θέματα θα είναι σχετικά μικρή. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με το Κογκρέσο. Αν οι Δημοκρατικοί επανακτήσουν την πλειοψηφία στη Γερουσία, ο Μπομπ Μενέντεζ θα είναι ο πρόεδρος της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων. Από μόνο του αυτό αποτελεί ισχυρότατο κίνητρο για την υπερψήφιση των Δημοκρατικών στο Κογκρέσο.
Στις 3 Νοεμβρίου σας καλούμε να ψηφίσετε Τζο Μπάιντεν. Είναι έμπειρος, σοβαρός, μετριοπαθής και μπορεί να βγάλει τη χώρα από το σημερινό της διχασμό και την κρίση που προκάλεσε η πανδημία. Μακάρι να είχαμε την επιλογή Μπάιντεν πριν 4 χρόνια. Η χώρα θα είχε αποφύγει πολλές περιπέτειες. Κι αυτός θα ήταν 4 χρόνια νεότερος.
Σας καλούμε επίσης να ψηφίσετε τους δημοκρατικούς σε όλες τις αναμετρήσεις της Βουλής και Γερουσίας. Με εξαίρεση τη Φλόριδα, όπου σας καλούμε να ψηφίσετε τον Ελληνοαμερικανό Κώστα Μπιλιράκη. Απέδειξε ότι μπορεί να βάζει τα ελληνικά εθνικά θέματα πάνω από τα στενά κομματικά συμφέροντα. Κάτι που δεν κατάφεραν άλλοι ρεπουμπλικανοί ελληνοαμερικανοί υποψήφιοι.
Υ.Γ.
Οι φετινές προεδρικές εκλογές ανέδειξαν την τεράστια αδυναμία της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας. Δεν καταφέραμε να βάλουμε τα ελληνικά θέματα και την Κύπρο (ούτε καν την Ανατολική Μεσόγειο) στο εκλογικό πρόγραμμα του Δημοκρατικού Κόμματος.
Οι μόνες εκδηλώσεις που έγιναν με συμβούλους του Μπάιντεν οργανώθηκαν από το HALC και όσοι συγκέντρωσαν χρήματα για τους δύο υποψήφιους δεν προσπάθησαν να εξασφαλίσουν δεσμεύσεις για τα εθνικά θέματα.
Τελικά πήραμε κάποιες θέσεις από το εκλογικό επιτελείο του Τζο Μπάιντεν, που βρίθουν λαθών (μιλά για βόρεια Κύπρο και θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη ηγέτη των Ελληνορθοδόξων).
Η προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ αδιαφόρησε. Και παρά τα όσα έχουν γίνει στις σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο, η μη εμπλοκή του αμερικανού προέδρου καθιστά τα πάντα επισφαλή.[
Αν εκλεγεί ο Τζο Μπάιντεν, οι Ελληνοαμερικανοί οφείλουν όχι απλά να αναζωογονήσουν τις σχέσεις που είχαν μαζί του, αλλά και να ανοίξουν διαύλους επικοινωνίας με την αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις. Η οποία, όπως θα διαβάσετε στο αγγλικό τμήμα της εφημερίδας μας (σελ. 48) όταν ήλθε να μιλήσει στο συνέδριο της ΠΣΕΚΑ, τον Ιούνιο του 2019, δεν είπε κουβέντα για τα εθνικά μας θέματα.
Leave a Reply