Νέα Υόρκη.- Ανάλυση του Αποστόλη Ζουπανιώτη
Περιπλοκότερη απ’ ό,τι αρχικά διαφαίνονταν αποδεικνύεται η εμπλοκή που προέκυψε εξαιτίας των τουρκικών παραβιάσεων της κυπριακής ΑΟΖ με τη NAVTEX και τις έρευνες του «Μπαρμπαρός», ιδίως όταν ούτε έχουμε ενδείξεις πως οι παρασκηνιακές κινήσεις των ΗΠΑ προς την Άγκυρα φέρνουν αποτελέσματα, αλλά ούτε και υπάρχουν συγκεκριμένες δηλώσεις καταδίκης εκ μέρους της Ουάσιγκτον, οι οποίες να ξεπερνούν τις γενικόλογες διακηρύξεις αναγνώρισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου στην ΑΟΖ της. Όσο περνούν οι μέρες διαφαίνεται καθαρότερα ότι ο στόχος της Άγκυρας και του ψευδοκράτους είναι να βάλουν τους κυπριακούς υδρογονάνθρακες στην ατζέντα των συνομιλιών του Κυπριακού. Καθώς, μάλιστα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την πλήρη στήριξη του Εθνικού Συμβουλίου αποφάσισε την αναστολή της συμμετοχής του στις διαπραγματεύσεις όσο υπάρχει σε ισχύ η NAVTEX και το Μπαρμπαρός συνεχίζει τις έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ, τα περιθώρια υπαναχώρησής του είναι ελάχιστα. Την Πέμπτη, μετά τη συνάντηση του Μπαν Κι Μουν με τον ειδικό του σύμβουλο Εσπεν Μπαρθ Άιντε, τη δήλωση του εκπροσώπου του γενικού γραμματέα για επιστροφή των δύο πλευρών στις διαπραγματεύσεις χωρίς καθυστέρηση και τη στήριξη που παρείχε στις προσπάθειες αυτές του κ. Άιντε η εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Τζένιφερ Ψάκι, η κατάσταση είχε διαμορφωθεί ως εξής:
Στη δήλωση του γενικού γραμματέα εκφράζεται η ανησυχία του για τις εντάσεις που δημιουργήθηκαν σε σχέση με τους υδρογονάνθρακες και την αναστολή των συνομιλιών, ωστόσο η αόριστη πρόσκληση προς «όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη να αποκλιμακώσουν την κατάσταση, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω αστάθεια στην ήδη έκρυθμη περιοχή», δημιουργεί ερωτηματικά. Αν, λόγου χάρη, αυτό σημαίνει ανάκληση της τουρκικής οδηγίας και επιστροφή του Προέδρου Αναστασιάδη στις συνομιλίες, είναι θετικό. Οτιδήποτε άλλο, όμως, θα ήταν αρνητικό για την πλευρά μας, ιδίως όταν η ανακοίνωση του εκπροσώπου του γενικού γραμματέα, είναι προφανώς ότι εστιάζεται στην επιστροφή των πλευρών στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων και στη δέσμευση των δύο ηγετών για επιτάχυνση της διαπραγματευτικής διαδικασίας.
Η στρατηγική την οποία προσανατολίζεται να ακολουθήσει ο Νορβηγός πρώην υπουργός Εξωτερικών είναι να επισκεφθεί το τρίγωνο Άγκυρα – Αθήνα – Λευκωσία την πρώτη εβδομάδα του Νοεμβρίου, με στόχο να αποκλιμακώσει την κατάσταση. Η φρασεολογία που χρησιμοποιεί η δήλωση του εκπροσώπου του γ.γ. αφήνει την εντύπωση ότι θα ζητήσει «αμοιβαίες υποχωρήσεις» από τις δύο πλευρές, ωστόσο καθώς δεν ανοίγει τα χαρτιά του, είναι προφανώς ότι υπολογίζει στην προεργασία που θα γίνει στις αμέσως επόμενες ημέρες από τους Αμερικανούς και του Βρετανούς, οι οποίοι θα προσεγγίσουν εκ νέου Άγκυρα και Λευκωσία.
Ενώ οι τουρκικές απόψεις για το θέμα είναι ξεκάθαρες – έχει εξάλλου στείλει ο Έρογλου δύο επιστολές προς το γ.γ. του ΟΗΕ, (τον Σεπτέμβριο του 2012 και τον Σεπτέμβριο του 2013 – και θέλουν η συμφωνία συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων να γίνει πριν από τη λύση, δεν είναι το ίδιο ξεκάθαρη η στάση των διεθνών πρωταγωνιστών. Για παράδειγμα, όταν αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ανέπτυξε την πρότασή του για ΜΟΕ, ο Ντάουνερ μέσω των Βρετανών προσπάθησε να βολιδοσκοπήσει την πλευρά μας να δεχθεί ένταξη στο πακέτο των ΜΟΕ των ενεργειακών.
Μετά το ξέσπασμα της τελευταίας κρίσης με τη NAVTEX, η Βρετανία φαίνεται ότι επαναφέρει την πρόταση στο προσκήνιο, στο πλαίσιο της προσπάθειας για αποκλιμάκωση της κρίσης. Καθώς η άρνηση της Λευκωσίας σε κάτι τέτοιο είναι δεδομένη, είναι πιθανόν η πρόταση να παρουσιαστεί ως δημιουργία μιας ομάδας εργασίας (κατ’ άλλους ως «δεξαμενή σκέψης» που δεν θα εντάσσεται στις ήδη υπάρχουσες ομάδες εργασίας), η οποία θα εξετάσει τα οφέλη που θα υπάρξουν για τις δύο κοινότητες από την αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, για να καταστεί η λύση του Κυπριακού ελκυστικότερη. Ωστόσο, επί της ουσίας, η χρησιμότητα μιας τέτοιας επιτροπής είναι αμφισβητήσιμη. Πρώτον, γιατί ήδη Χριστόφιας και Ταλάτ έχουν συμφωνήσει ότι οι φυσικοί πόροι ανήκουν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση κι από τα έσοδα θα ωφεληθούν κι οι δύο κοινότητες και δεύτερον, ουδείς γνωρίζει ακόμη τις ποσότητες υδρογονανθράκων, τους τρόπους αξιοποίησής τους (τερματικό, αγωγοί, μορφή μεταφοράς), πόσω μάλλον τις τιμές του προϊόντος.
Αν, όμως, πρόκειται να δημιουργηθεί μία επιτροπή που θα συζητά ακαδημαϊκά κι όχι την ουσία, απλώς για να περισώσει το πρόσωπο της Τουρκίας, αυτό είναι κάτι που θα κληθεί να αποφασίσει η ελληνοκυπριακή ηγεσία.
Η αντίδραση των ΗΠΑ
Μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του Προέδρου της Δημοκρατίας με τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Ουίλαμ Μπερνς, η Ουάσιγκτον εξέφρασε την ανησυχία της προς την Άγκυρα, σε διάφορα επίπεδα. Διαρρέεται ότι ο κ. Μπερνς ήταν «έντονος» προς τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, Μεβλούτ Τσαβούσογλου, ωστόσο δημόσια οι αντιδράσεις της αμερικανικές κυβέρνησης ήταν χλιαρές. Σε αυτές αναγνωρίζεται το δικαίωμα της Κύπρου να αξιοποιήσει τους φυσικούς πόρους εντός της ΑΟΖ της. Υπογραμμίζεται ότι οι πόροι της νήσου σε πετρέλαιο και αέριο, όπως κι όλοι οι άλλοι φυσικοί πόροι, θα πρέπει να μοιραστούν ακριβοδίκαια μεταξύ των κοινοτήτων στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης. Και τονίζεται ότι είναι σημαντικό να αποφεύγονται ενέργειες που πιθανόν να αυξήσουν την ένταση στην περιοχή.
Την Πέμπτη, στις δηλώσεις αυτές προστέθηκε και η υποστήριξη στις προσπάθειες του ειδικού συμβούλου του ΟΗΕ να φέρει πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τα μέρη.
Βέβαια, μέχρι στιγμής η Τουρκία έχει σεβαστεί την υπόσχεση που έδωσε το 2011 στην Ουάσιγκτον, να μην παρενοχλεί με πολεμικά σκάφη τις έρευνες κι άλλες εργασίες των πετρελαϊκών εταιρειών, γι’ αυτό και τα τουρκικά σκάφη δεν έχουν πλησιάσει σε απόσταση μικρότερη των πέντε μιλίων την πλατφόρμα της ΕΝΙ.
Η στάση πάντως αυτή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προκαλεί άγχος στη Λευκωσία κι ακόμη μεγαλύτερο στην ηγεσία της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας, η οποία πιστεύει πως οι προκλήσεις της Τουρκίας θα πρέπει καταγγελθούν ονομαστικά. Το Συμβούλιο Ελληνοαμερικανικής Ηγεσίας (HALC) έχει ξεκινήσει συγκέντρωση υπογραφών, μέλη του Κογκρέσου ετοιμάζουν επιστολή προς τον υπουργό Εξωτερικών Τζον Κέρι και παράγοντες της Ομογένειας συνομίλησαν με τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος δεν αποκλείεται τις επόμενες ημέρες να έχει τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο Αναστασιάδη.
Όμως, δεν αποκλείεται στο πλαίσιο των αναφορών της στήριξης των προσπαθειών του κ. Άιντε να υποστηριχθούν αμφιλεγόμενες προτάσεις του.
Ένα τελευταίο στοιχείο που αρχίζει ν’ ακούγεται εντονότερα τις τελευταίες ημέρες, σε πρώτη φάση ως «εκτίμηση», είναι πως εάν το κλίμα στην ανατολική Μεσόγειο συνεχίσει να είναι βαρύ και η παρούσα κρίση δεν αποκλιμακωθεί, υπάρχει κίνδυνος οι εταιρείες να αποσυρθούν. Για την ώρα κάτι τέτοιο δεν είναι ορατό στον ορίζοντα, συνήθως όμως τέτοιες «εκτιμήσεις» δεν ρίχνονται τυχαία. Μάλιστα, αυτή τη φορά η ενδιαφερόμενη εταιρεία δεν είναι αμερικανικών συμφερόντων με στενούς δεσμούς με το Ισραήλ, για να στείλουν οι Αμερικανοί πολεμικά σκάφη στην περιοχή ως προειδοποίηση.
Leave a Reply