Γράφει η Μάρθα Τομπουλίδου
Γίνεται φασαρία γύρω μας και μέσα μας.
Γίνεται μια φασαρία της αφόρητης επανάληψης των ίδιων κύκλων, των ίδιων προβληματισμών, των ίδιων άλυτων βασανιστικών ερωτημάτων που γυροφέρνουν από στόμα σε στόμα, από συνάθροιση σε συνάθροιση, από πολιτικό έδρανο σε πολιτικό έδρανο, κι ύστερα ξημερώνει μια άλλη μέρα, ύστερα η σκυτάλη περνάει στην επόμενη γενιά, κι εκείνη, απορημένη ανακαλύπτει πως αναμασάει τους καημούς της προηγούμενης γενιάς, έτσι σαν μια δύσπεπτη βαρυστομαχιά, που δεν ανακουφίστηκε.
Είναι προσωπική απελπισία τους καθενός και κόλλημα, ή είναι η υδρόγειος που σάλεψε κι άρχισε να κουνάει τα μπρος πίσω, κι εμείς ανήμποροι κουτρουβαλάμε γλυστρώντας στην ολισθηρότητα αυτής της γης που είναι κι ολοστρόγγυλη κι άντε να βρεις χερούλια να πιαστείς ύστερα…
Κι ύστερα τι;
Τί κάνουμε γενικά είναι το θέμα,ή ύστερα απ’ αυτά που γίνονται τί κάνουμε;
Σε ποιον άραγε να το απευθύνω το ερώτημα;
Μπορεί να φιλοτιμηθούν και να μου απαντήσουνε μελωδικά ο Χατζής με τη Μαρινέλλα:
«Κι ύστερα, κι ύστερα, μα δεν υπάρχει ύστερα, κλείσαν ξανά τα σύνορα, κι όλα τελειώνουν σήμερα»
Τι το’θελα και ρώτησα…
Μπα, θα συνεχίσω να ρωτάω μπας και σκάσει κανένα πιο αισιόδοξο τραγουδάκι στ’ αυτιά μου…
Κι ύστερα από Ιράκ κι από Αφγανιστάν, ύστερα από επιθέσεις τρομοκρατών κι από διώξεις αντίποινα στους τρομοκράτες, ύστερα από αεροπειρατείες κι αεροπορικές μαζικές φυγές ψυχών, ύστερα από καταστροφικές Κατρίνες, κι ύστερα από αργοπορίες και κυβερνητικές καθυστερήσεις, εσκεμμένες ή όχι, ύστερα από φυλετικές ή όχι διακρίσεις, ύστερα από χιλιάδες μαζικές αποχωρήσεις, σκουρόχρωμες αυτή τη φορά, τί σημασία μπορεί να έχει άλλωστε, ένα αντίο ήταν κι αυτό, ύστερα τί κάνεις και πώς προχωράς;
Ύστερα από τσουνάμια, ύστερα από σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς, αντιδράσεις της φύσης στο εξελιγμένο είδος μας, ύστερα από μαζικούς κι από ατομικούς αποχαιρετισμούς φίλων, γνωστών, πιο κοντινών, πιο μακρινών, εκεί που η ηλικία του αντίο είναι ακόμα νεαρή, εκεί που ξέρεις τα πρόσωπα, εκεί που έχεις μνήμες και θυμάσαι, ύστερα τί κάνεις και πώς συνεχίζεις;
Εξακολουθούμε να ξυπνάμε έχοντας ονειρευτεί στον ύπνο μας, και κάνουμε όνειρα και στον ξύπνιο μας;
Ελπίζω μόνο να μη βλέπαμε εφιάλτες στο σκοτάδι της κλίνης μας.
Κι ύστερα κυνηγάμε με τον πλάστη τους εισβολείς φόβους μας, που βρήκαν χαραμάδες και κλειδαρότρυπες αφύλαχτες στη ζήση μας και τρύπωσαν και κούρνιασαν στα σώψυχά μας και μας ροκανίζουνε την ύπαρξη;
Κι ύστερα απ’ τα μαύρα δίχτυα που απλώσανε οι καλικάτζαροι φόβοι μας, πού θα τα βρούμε τα άσπρα σεντόνια να ντύσουμε στα λευκά την ψυχή μας να μη φοβάται;
Κι ύστερα πώς περνάμε αλώβητοι μέσα απ’ τα γεγονότα που τρέχουν, που μας πήραν στο κυνήγι μες από ράδιων φωνές και τηλεοπτικές εικόνες, και θαρρείς πως το αίμα του συνάνθρωπου που έσβηνε σε πιτσίλισε στο πρόσωπο;
Ύστερα, από πού αντλούμε έμπνευση, ενδιαφέρον για τα κοινά, από πού αντλούμε χαρά, από πού αντλούμε δυνάμεις να γεμίζουμε μπαταρίες αλκαλικές αυτή τη φορά, να κρατάνε, από ποιο χρωματοπωλείο να αγοράσουμε τενεκέδες με χρώματα να ρίξουμε εμείς στα μούτρα στη ζωή που μας μαύρισε;
Καμιά φορά φοράω ακουστικά στ’ αυτιά μου, βάζω τη μουσική που αγαπώ να παίζει δυνατά, κι έτσι, απομονωμένη απ’ τους ήχους του περιβάλλοντος, διατηρώντας μόνο την οπτική μου επαφή, μπαίνω σε αίθουσα κινηματογράφου και βλέπω ως ταινία τη ζωή.
Όχι όμως ταινία τρόμου.
Είναι η ζωή ταινία αισθηματική, είναι κομεντί, είναι ελαφριά, μελό ίσως, έτσι για να μην ταράζομαι.
Να’ναι άραγε μια μορφή διαστροφής αυτό;
Πάντως έχει αποτελέσματα.
Μήπως ο καθένας μας δεν αναπτύσει τις δικές του μικρές «διαστροφές» της αλήθειας για να αντέχει την ούτως ή άλλως διαστροφική πραγματικότητα;
*** Η κ. Μάρθα Τομπουλίδου είναι ηθοποιός/φιλόλογος
Leave a Reply