Γράφει ο Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος
Στις 15/2/09 έφυγε από κοντά μας, μετά από πολύμηνη μάχη με την αρρώστεια ο Σάββας Αγουρίδης, ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής. Το νέο δεν πέρασε ούτε καν στις τηλεοπτικές ειδήσεις – μαθεύτηκε από τηλέφωνο σε τηλέφωνο, μεταξύ των γνωστών. Τα τελευταία χρόνια, ο άλλοτε τόσο δραστήριος καθηγητής είχε μπεί σʼ αυτό που ο ίδιος ονόμαζε «εποχή της μοναξιάς». Μια μοναξιά την οποία, δυστυχώς, πολύ σπάνιες εκδηλώσεις ενδιαφέροντος από τον έξω κόσμο διέκοπταν. Αυτό υπήρξε το τέλος ενός ανθρώπου που υπήρξε μεγάλος από πολλές απόψεις.
Η μεγαλωσύνη και η σημασία του Σάββα Αγουρίδη και του έργου του είναι δύσκολο να κατανοηθεί όχι μόνο από τον κόσμο της ελληνικής διανόησης, αλλά και από τον θεολογικό. Πρώτα από όλα, διότι ο χώρος στον οποίο κυρίως έδρασε, δηλαδή ο χώρος της επιστημονικής θεολογίας, είναι κάτι σχεδόν ολοκληρωτικά άγνωστος στον πρώτο κόσμο και έχει καταντήσει σχεδόν άγνωστος και στον δεύτερο. Θα πρόσθετε κανείς επίσης αναφορικά με την ελληνική διανόηση, ότι της είναι δύσκολο να κατανοήσει αυτή τη μεγαλωσύνη, διότι σχεδόν προγραμματικά, μέσα από μια συνήθεια που έχει γίνει πια χρόνια, από τον θεολογικό χώρο δεν περιμένει ή ακόμη δεν θέλει ( για λόγους που η ανίχνευσή τους θα μας οδηγούσε σε μονοπάτια άσχετα με τον σκοπό του παρόντος) να προέρχεται τίποτε το μεγάλο, έστω κι αν αρκετοί εκπρόσωποί του, όπως ο μακαριστός καθηγητής, υπήρξαν αποδέκτες μιας διεθνούς αναγνώρισης, τέτοιας που δεν είδαν ποτέ στη χώρα τους.
Για το χώρο στον οποίο ο Σάββας Αγουρίδης εργάστηκε άοκνα όσο ζούσε, η θεολογία είναι μια επιστήμη, δηλαδή μια δραστηριότητα άσχετη και ανεξάρτητη από κάθε θρησκευτική, προσωπική ή δημόσια, δραστηριότητα. Για τις βιβλικές σπουδές, το αντικείμενο στο οποίο είχε ειδικευθεί με σπουδές στα πανεπιστήμια Ντιούκ και Κολούμπια της Αμερικής, τα κείμενα της Βίβλου αποτελούν αντικείμενα της ίδιας φιλολογικής, ιστορικής και ερμηνευτικής μελέτης, με την οποία προσεγγίζονται ερευνητικά οποιαδήποτε άλλα κείμενα. Είναι γνωστό στους σχετικούς με την ιστορία των βιβλικών σπουδών, πόσες φιλολογικές, ερμηνευτικές κ.λπ. μέθοδοι ξεκίνησαν από τη βιβλική κριτική, για να εφαρμοσθούν μετά σε κάθε είδους άλλη γραμματεία.
Ο εκλιπών είχε ειδικευθεί κυρίως στην Καινή Διαθήκη, δηλαδή στα διάφορα γνωστικά αντικείμενα που συνοδεύουν την επιστημονική έρευνα αυτού του γραπτού μνημείου. Η ιστορία του κειμένου της Καινής Διαθήκης, η κριτική του κειμένου, η ερμηνευτική (δηλαδή οι διάφορες μέθοδοι ερμηνείας), η ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης υπήρξαν τα αντικείμενα που θεράπευσε ως καθηγητής στις Θεολογικές Σχολές της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, με τον απαράμιλλο τρόπο διδασκαλίας του, που τον χαρακτήριζε η ακριβολογία, ο ρεαλισμός και η χρησιμοποίηση ως εργαλείων των πιο σύγχρονων ρευμάτων. Μπορούμε να πούμε ότι ο ίδιος ήταν εκείνος που εισήγαγε αυτά τα αντικείμενα στις καινοδιαθηκικές σπουδές και των δύο σχολών. Τα ίδια αντικείμενα υπήρξαν τα πεδία της επιστημονικής του έρευνας, με πάνω από 200 δημοσιεύσεις σε διάφορες γλώσσες. Αυτές οι δημοσιεύσεις και οι ανελλιπείς συμμετοχές του στα διεθνή συνέδρια ήταν εκείνα που του προσπόρισαν την παγκόσμια φήμη, της οποίας έχαιρε ως ειδικός, τις υψηλές θέσεις σε διεθνείς οργανισμούς όπως η Novi Testamenti Societas, και τις τιμές που απόλαυσε, κυρίως έξω από την Ελλάδα.
Δεν είναι εδώ ο κατάλληλος χώρος για να επεκταθούμε σε τίτλους βιβλίων ή άρθρων ή, ακόμη λιγότερο, στην επιστημονική τους συμβολή. Πρόκειται για μια κληρονομιά, που αν τώρα δεν χρησιμοποιείται παρά από λίγους μόνο ειδικούς, μπορεί να προσελκύσει την προσοχή ενός ευρύτερου, καλλιεργημένου κοινού, πιθανώς και του θεολογικού, με το πέρασμα του χρόνου, όπως συχνά γίνεται. Στα περιορισμένα όρια αυτού του σημειώματος, θα ήθελα μόνο να σημειώσω κάποιους ακόμη λόγους, για τους οποίους το πέρασμα του Σάββα Αγουρίδη υπήρξε για τη γενικότερη ανάπτυξη της νεοελληνικής θεολογίας σημαντικό. Και πάλι, για να γίνει κατανοητή αυτή η σημασία, πρέπει κανείς να έχει υπόψη του πράγματα που επίσης είναι άγνωστα στον κόσμο της ελληνικής διανόησης και (τουλάχιστον) όχι με σαφήνεια συνειδητά στον θεολογικό κόσμο. Αίφνης, ότι διάφορα ρεύματα και τάσεις, όπως παντού άλλωστε, καταλαμβάνουν στις διάφορες εποχές τον χώρο της θεολογικής σκέψης, η οποία, μʼ αυτό τον τρόπο, δεν είναι ποτέ δεδομένη και εξωϊστορική και, συνεπώς, δεν πρέπει ποτέ να γίνεται αντικείμενο διαφορετικού χειρισμού. Την εποχή που γύρισε ο Σάββας Αγουρίδης από την Αμερική, στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να διογκώνονται οι ελληνικές εκδοχές δύο κυρίως ρευμάτων, που αναπτύσσονταν ταυτόχρονα τότε, σχεδόν πανομοιότυπα ως προς τις κύριες ιδέες τους σε όλο τον κόσμο και μάλιστα σε πολλές από τις γνωστότερες θρησκείες: η μεταποίηση των θρησκευτικών συστημάτων σε φιλοσοφικά, κυρίως πάνω στις γραμμές του υπαρξισμού, του περσοναλισμού και του ενισμού ή ολισμού, και η λεγόμενη «πνευματικότητα», η οποία έβλεπε ως μόνο σκοπό της θρησκευτικής δραστηριότητας την ένωση με το απόλυτο. Σε συμπλοκή με αυτά είχε αρχίσει επίσης να επικρατεί στην Ελλάδα, και γενικά στον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο διεθνώς, ένα ρεύμα που μπορεί να ονομασθεί «πατεροκεντρισμός», δηλαδή η τοποθέτηση όλων των μεγεθών που συνιστούν τον ορθόδοξο χριστιανισμό, στον κόσμο και στην εποχή των πατέρων – και, συνεπώς, όχι στον κόσμο και στην εποχή της Καινής Διαθήκης. Το πράγμα είχε ως αποτέλεσμα όλη η εκκλησιαστική και θεολογική ιστορία μέχρι τη βυζαντινή εποχή να περάσει στο περιθώριο και σχεδόν να λησμονηθεί. Τα πάντα άρχιζαν πλέον από το Βυζάντιο και η πατερική γραμματεία αποτελούσε το κέντρο όλων όσων συνιστούν την ορθόδοξη παράδοση του χριστιανισμού.
Ο Σάββας Αγουρίδης αγωνίστηκε σθεναρά εναντίον αυτών των τάσεων. Όντας βιβλικός, ριζωμένος δηλαδή στη θεώρηση εκείνη του χριστιανισμού, για την οποία ο τελευταίος συνίσταται από μια σειρά πράξεων του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, οι οποίες έχουν λυτρωτική σημασία και καταλήγουν στη βασιλεία του Θεού, στην «καινή κτίση» ή στον «καινούργιο κόσμο του Θεού», όπως μετέφραζε ο ίδιος, με κύρια χαρακτηριστικά αυτής της «καινής κτίσης» την κατάργηση του φαινομένου του θανάτου, την αποκατάσταση των σχέσων με τον Θεό και (κάτι που τον συγκινούσε ιδιαίτερα) την αποκατάσταση της παγκόσμιας δικαιοσύνης, απεχθανόταν τη μετατροπή του χριστιανισμού σε φιλοσοφία και μεταφυσική ή μόνο σε πνευματικότητα, και έβλεπε με πολύ αρνητική διάθεση τις διαφορετικές από την «καινή κτίση» καταλήξεις, στις οποίες οδηγούν αυτά τα ρεύματα. Ενδεικτικά, ποτέ δεν χρησιμοποιούσε τη γνωστικής προέλευσης λέξη «θέωση» – αντί γιʼ αυτήν προέκρινε λέξεις βιβλικής προέλευσης, προς δήλωση του ίδιου πράγματος, όπως «υιοθεσία» κ.ά. Συνέκρινε μάλιστα τα ρεύματα αυτά με τον γνωστικισμό. Για αυτό τον αγώνα, που διεξήγαγε πάντα με βάση την επιστημονική του δραστηριότητα, την οποία για τις ανάγκες του πολύ συχνά εκλαΐκευε, ο Σάββας Αγουρίδης αποτελεί για πολλούς την κορυφαία μορφή της εποχής που άρχισε για τον ελληνικό θεολογικό κόσμο από τη δεκαετία του 60.
Παρά τους αγώνες του Σάββα Αγουρίδη, αυτά ήταν τα ρεύματα που κατέλαβαν σιγά – σιγά τη σκηνή της θεολογικής ( τόσο της επιστημονικής όσο και της μη επιστημονικής) σκέψης στην Ελλάδα, όπως και παντού. Το γεγονός τον έθλιβε, αλλά δεν σταμάτησε ποτέ να αγωνίζεται, ένας συγκινητικός ιδεολόγος του είδους του. Η ήττα αυτή, είχε ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση των ιδεών και των έργων του, την ίδια την εξαφάνιση του βιβλικού χριστιανισμού από τη χώρα μας, ακόμη και από τις σχετικές επιστημονικές σπουδές, τον περιορισμό του σε ένα χώρο κάποιων, εξαιρετικά λίγων ανθρώπων. Πριν από το τέλος του, είχε ως αποτέλεσμα και τη σιωπή που συνόδευε την ύπαρξή του, ακόμη και μέσα στον θεολογικό κόσμο. Όμως η κληρονομιά του παραμένει. Είναι αυτή που κάνει πολλούς από τους μαθητές του, να πιστεύουν ότι κάποτε ο Σάββας Αγουρίδης θα ανακαλυφθεί και θα αναγνωρισθεί και στη χώρα που διάλεξε να εργασθεί και να προσφέρει τη μεγάλη συμβολή του, ως ο μεγάλος που πραγματικά υπήρξε.
Leave a Reply