Ουάσιγκτον.- Ανάλυση του Αποστόλη Ζουπανιώτη
Η ενημέρωση των δημοσιογράφων του Στέιτ Ντιπάρτμεντ την περασμένη Δευτέρα – ημέρα κατά την οποία ανακοινώθηκε η συμφωνία για την παύση των εχθροπραξιών στη Συρία στις 27 Φεβρουαρίου – ήταν αρκετά τεταμένη. Από τη μία οι αμερικανοί και ρώσοι ανταποκριτών έθεταν έντονα το ερώτημα, πώς θα αντιδράσει η αμερικανική κυβέρνηση αν η Τουρκία συνεχίσει τους διασυνοριακούς βομβαρδισμούς θέσεων των Κούρδων της Συρίας του YPG. Από την άλλη Τούρκος ανταποκριτής επέμενε στο να αιτιολογήσει τους βομβαρδισμούς, στο πλαίσιο αυτοάμυνας της Τουρκίας και προστασίας της από τρομοκράτες (όπως χαρακτηρίζουν το YPG). Μάλιστα αφού παρέθεσε κάποια στοιχεία από παλαιότερες εκθέσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, μετά την ολοκλήρωση της ενημέρωσης ενεχείρισε στον εκπρόσωπο φάκελο με υποτιθέμενα στοιχεία, τα οποία αυτός αρνήθηκε να παραλάβει.
Το μικρό αυτό περιστατικό – διανθισμένο και με την παράθεση προς σχολιασμό δηλώσεων και προειδοποιήσεων του Ταγίπ Ερντογάν σε βάρος των ΗΠΑ – αποτελεί ένα ελάχιστο κομμάτι του δράματος των αμερικανοτουρκικών σχέσεων. Όσο κι αν η Ουάσιγκτον προσπαθεί να κρατήσει χαμηλούς τους τόνους, συνδέοντας τις προτροπές της προς την Αγκυρα να σταματήσει τους βομβαρδισμούς, με αντίστοιχες προς τους Κούρδους της Συρίας να σταματήσουν την προέλαση, η κρίση στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις είναι εμφανής και ραγδαία κλιμακούμενη. Ήδη, με ελάχιστες εξαιρέσεις κάποιων φιλοτουρκικών δεξαμενών σκέψης (International Crisis Group, Atlantic Council), η συντριπτική πλειοψηφία των διαμορφωτών της κοινής γνώμης και της πολιτικής γραμμής στο Κογκρέσο, όχι απλά επικρίνουν τον Ταγίπ Ερντογάν και την τουρκική κυβέρνηση, αλλά αρχίζουν να αναπτύσσουν σκοτεινά σενάρια για το μέλλον της Τουρκίας.
Η αμερικανική κυβέρνηση ανησυχεί σφόδρα από τις εξελίξεις και τους κινδύνους για το μέλλον, περισσότερο απ’ όλα γιατί η Τουρκία ως μέλος του ΝΑΤΟ διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο απώτερο νοτιοανατολικό άκρο της συμμαχίας. Πάνω απ’ όλα ανησυχεί γιατί ενώ εδώ κι αρκετό καιρό οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν καταφέρει να συντονίζονται χάρη στις τακτικές συνομιλίες Ομπάμα – Πούτιν και στις σχεδόν καθημερινές Κέρι – Λαβρόφ και να είναι κοντά στην έναρξη της διαδικασίας ειρήνευσης στη Συρία, οι αλλοπρόσαλλες κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν δυναμιτίζουν αυτό το κλίμα και δημιουργούν προϋποθέσεις εκτροχιασμού τόσο της ειρηνευτικής διαδικασίας, όσο και της αμερικανο-ρωσικής προσέγγισης, που ξεκίνησε με το Ιράν, συνεχίζεται στη Συρία και φιλοδοξεί να κλείσει το Μεσανατολικό.
Το χειρότερο όλων είναι πως στα τελευταία δύο χρόνια η αμερικανική κυβέρνηση και κυρίως ο αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, είχαν προειδοποιήσει τον Ταγίπ Ερτογάν και τον Αχμέτ Νταβούτογλου ότι η χώρα του βρίσκεται περικυκλωμένη και από τη Ρωσία (αυτό αμέσως μετά την κατάληψη της Κριμαίας και την μεταφορά ενισχύσεων στην Αρμενία), αλλά και κινδύνους νότια κι ανατολικά (Ισλαμικό κράτος, Κούρδοι κλπ). Σήμερα, οι ίδιοι του υπενθυμίζουν ότι τον προειδοποίησαν και του προσφέρουν σειρά διεξόδων, τις οποίες όμως δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν αν θα τις ακολουθήσει, ή αν θα συνεχίσει την «τρελή πορεία του».
Κίνδυνοι Ρωσοτουρκικής εμπλοκής
Το τελευταίο 15νθήμερο όλο και περισσότεροι αμερικανοί αξιωματούχοι ομολογούν ότι ήταν τραγικό λάθος η κατάρριψη του Ρωσικού μαχητικού από την Τουρκία, ακόμη κι αν για λίγα δευτερόλεπτα είχε παραβιάσει τον εναέριο χώρο. Η Ουάσιγκτον απαγόρευσε στην τουρκική αεροπορία να επιχειρεί στην Συριακή μεθόριο (η προειδοποίηση του Πούτιν ότι θα καταρρίψει όποιο τουρκικό αεροπλάνο εισέλθει στον συριακό εναέριο χώρο ήταν σαφής και η απειλή των S-400 σαφέστερη) και ταυτόχρονα, όταν ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί κατά του YPG ζήτησε να σταματήσουν.
Οι διαβουλεύσεις Κέρι – Λαβρόφ και η συνομιλία Πούτιν – Ομπάμα για την εκεχειρία, φαίνεται ότι καλύπτουν τόσο το ζήτημα των βομβαρδισμών (οι Αμερικανοί δηλώνουν ξερά «θα σταματήσουν»), αλλά και το θέμα της φιλολογίας που καλλιεργεί η Αγκυρα για «ζώνη ασφαλείας» εντός τους συριακού εδάφους. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος που το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απάντησε στους ισχυρισμούς ότι το YPG είναι τρομοκράτες. Δημοσίευσε τηλεγράφημα του Ρόιτερς το οποίο συνόδευε με σχόλιο που εξήρε την κουρδική οργάνωση κι άλλους αντάρτες για την απελευθέρωση πόλης al-Shadadi από το Ισλαμικό Κράτος.
Φαίνεται επίσης ότι οι δηλώσεις που έγιναν από Ευρωπαίους επισήμους, για μη εμπλοκή του ΝΑΤΟ στην περίπτωση που η Τουρκία προκαλέσει τη Ρωσία, δεν έγιναν χωρίς το πράσινο φως της Ουάσιγκτον.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η προσπάθεια της Αγκυρας να εμπλέξει και τη Σαουδική Αραβία σε περιπέτεια, το οποίο φαίνεται να σταμάτησε η Ουάσιγκτον, περιορίζοντας την εμπλοκή του Ριάντ σε κάποια αεροσκάφη που σταθμεύουν στο Ινσιρλίκ.
Παρότι οι αμερικανικές προειδοποιήσεις προς τον Ερντογάν είναι ισχυρές, ελάχιστες βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καθώς οι αμερικανοί έχουν πεισθεί πως ο Ερντογάν γίνεται ακόμη πιο αλλοπρόσαλλος στην περίπτωση αυτή. Όταν ο Τζο Μπάιντεν τον συνάντησε στις 22 Ιανουαρίου στην Κωνσταντινούπολη, οι τόνοι της συζήτησης ανέβηκαν τόσο, που ο αμερικανός αντιπρόεδρος σηκώθηκε να φύγει, για να τον κρατήσει ο Ερντογάν. Επομένως, η σιωπηρή διπλωματία της Ουάσιγκτον ακολουθείται πλέον σε κάθε επίπεδο επαφών με την Αγκυρα, απλά απομένει να αποδειχθεί αν η συμπεριφορά του Τούρκου προέδρου κινείται από τη λογική ή τον παραλογισμό.
Η αμερικανική κυβέρνηση έκανε «τα στραβά μάτια στην Τουρκία» κι απέφυγε να επικρίνει δημόσια πριν ένα χρόνο τις συμφωνίες μεταξύ Πούτιν – Ερντογάν για τα ενεργειακά, κάτι που έκανε σε βάρος της Ελλάδας, της Κύπρου και της Ιταλίας. Μετά την εξαγγελία των ρωσικών κυρώσεων, οι αμερικανικές εκτιμήσεις μιλούν για τεράστιες επιπτώσεις στην τουρκική οικονομία, που σύντομα θα επηρεάσουν όλους τους τομείς. Καθώς λίγο – πολύ η φιλοσοφία του καθεστώτος ήταν «άρτος και θεάματα», μία πιθανή οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την παρουσία εκατομμυρίων προσφύγων θα δημιουργήσει κοινωνική και πολιτική αναταραχή.
Επιδείνωση στην Τουρκία σ’ όλα τα επίπεδα και οι διέξοδοι που προτείνουν οι Αμερικανοί
Στο πολιτικό επίπεδο, η εκτίμηση των αμερικανών είναι πως οι σχέσεις Ταγίπ Ερντογάν – Αχμέτ Νταβούτογλου βρίσκονται σε άσχημο σημείο. Πληροφορίες φέρουν τον δυσαρεστημένο από τον παραγκωνισμό του, τέως πρόεδρο Αμπντουλά Γκιουλ να έχει επισκεφθεί μυστικά την Ουάσιγκτον. Την ίδια στιγμή πληθαίνουν οι επαφές αμερικανών αξιωματούχων με την αντιπολίτευση, ενώ ενδιαφέρουσα είναι η στάση των στρατιωτικών, οι οποίοι παρά τα πλήγμα που δέχθηκαν από το ΑΚΡ με τις διώξεις αξιωματικών, δείχνουν να έχουν ανασυνταχθεί και να πιέζουν αλλαγή στρατηγικής.
Για αρκετά χρόνια και μέχρι λίγο πριν την έναρξη της συριακής κρίσης κι όσων επακολούθησαν, η κυρίαρχη θεωρία γύρω από τους εσωτερικούς συσχετισμούς δυνάμεων στην Τουρκία – με αναφορά στο κουρδικό ζήτημα και το κυπριακό – ήταν πως ο Ερντογάν θα δώσει το τελικό χτύπημα στους στρατιωτικούς με το να κλείσει και τα δύο αυτά ζητήματα στα οποία η άποψη των «πασάδων» είναι βαρύνουσα στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας. Σήμερα, με την Τουρκία περικυκλωμένη πανταχόθεν και με αυτούς ακόμη τους εθνικιστές του Μπαχτσελί να προειδοποιούν τον Ερντογάν ότι οδηγεί τη χώρα σε καταστροφή, η άποψη των στρατιωτικών πλησιάζει σ’ αυτά που δήλωνε ο αντιπρόεδρος Μπάιντεν προς της ηγεσία της Ελληνοαμερικανικής Κοινότητας τον Μάιο του 2014.
«Δεν είναι δυνατόν να είναι η Τουρκία περικυκλωμένη από σοβαρούς κινδύνους και να διατηρεί 40.000 στρατιώτες στην Κύπρο. Πρέπει να παίξει το ρόλο της στη συμμαχία».
Αυτή τη στιγμή έχουμε το παράδοξο, ο στρατός να είναι αυτός που ζητά την διευθέτηση του Κυπριακού, ώστε να απεμπλακεί η Τουρκία από το νησί.
Το δεύτερο συστατικό της αμερικανικής στρατηγικής για την Τουρκία είναι η αποκατάσταση των σχέσεων με το Ισραήλ. Οι βασικοί λόγοι είναι δύο. Ο πρώτος, για να δοθεί τέρμα στην απομόνωση που έχει επιβάλλει στην Τουρκία το παγκόσμιο εβραϊκό λόμπι – επηρεάζοντας και κάποια θετικά μέτρα που πιθανόν θα ήθελε να πάρει η κυβέρνηση Ομπάμα υπέρ της Αγκυρας – αλλά και να διασφαλίσουν το μελλοντικό καθεστώς ασφαλείας στην περιοχή, τώρα που η παρουσία της Ρωσίας στη Συρίας μονιμοποιείται και η έξοδος του Ιράν από την απομόνωση πιθανόν να δημιουργήσει αχρείαστες φιλοδοξίες στους μουλάδες της Τεχεράνης
Η λογική – σύμφωνα με την Ουάσιγκτον – δείχνει πως η Τουρκία θα συμβάλει σε λύση του κυπριακού
Ο συνδυασμός της λύσης του κυπριακού, της αποκατάστασης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ισραήλ και η αποδοχή στην πράξη ότι θα ακολουθεί τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ στην περιοχή και θα ξεχάσει τους οραματισμούς της περιφερειακής υπερδύναμης, είναι για την Ουάσιγκτον το κλειδί για να αποφύγει η Τουρκία και αχρείαστες περιπέτειες και ταυτόχρονα να αποτρέψει την οικονομική κρίση που έρχεται ραγδαία. Τα χιλιοειπωμένα από αμερικανούς επισήμους επιχειρήματα για τα ενεργειακά οφέλη της Τουρκίας, επαναλαμβάνονται σε εντονότερους τόνους κι αν η Αγκυρα δώσει δείγματα γραφής, θεωρείται βέβαιο ότι θα συνοδευτούν με πιέσεις προς την Κύπρο και το Ισραήλ να αποφασίσουν την συμπερίληψη της Τουρκίας στους ενεργειακούς σχεδιασμούς τους.
Ωστόσο, παρά η συμπεριφορά του Ερντογάν δεν φαίνεται να διαλύει της ψευδαισθήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης σε σχέση με τη στάση της Τουρκίας στο κυπριακό.
- Η Ουάσιγκτον συνεχίζει να πιστεύει ότι ο Ερντογάν επιθυμεί τη λύση και δεν πρόκειται να φέρει ένσταση σε ό,τι αποφασίσουν στις συνομιλίες τους οι δύο ηγέτες.
- Εκτιμά λοιπόν ότι οι συνομιλίες των ηγετών από μόνες τους μπορούν να δώσουν τη λύση.
- Θεωρούν λίγο πολύ συνυπεύθυνη και την πλευρά μας που κάποια πράγματα δεν ξεκαθαρίζονται, αφού έχουν πειστεί από τον Έσπεν Μπαρθ Έιντε και τον Μουσταφά Ακιντζί (και την Τουρκία) ότι ο πρόεδρος Αναστασιάδης δεν θα συζητήσει τα σοβαρά θέματα μέχρι τις βουλευτικές εκλογές.
Η Λευκωσία απορρίπτει τον αιτιασμό (τον οποίο αποδίδει στον Έιντε και στην τουρκική πλευρά) λέγοντας πως ενώ πάντοτε στις εκλογές οι συνομιλίες διακόπτονταν, αυτή τη φορά συνεχίζονται. Αν δεν προχωρούν ο λόγος είναι ότι υπάρχουν ζητήματα που απαιτούν το ξεκαθάρισμα των τουρκικών θέσεων. Και καθώς η μόνιμη δικαιολογία του Μουσταφά Ακιντζί είναι η πιθανή στήριξη της Αγκυρας, το θέμα αυτό πρέπει να λυθεί. Μάλιστα, ίσως δεν είναι τυχαία η εμφάνιση αυτών των αιτιάσεων τις παραμονές της επίσκεψης Μπάιντεν στην Αγκυρα και μόλις ο πρόεδρος Αναστασιάδης υπέβαλε στον αμερικανό αντιπρόεδρο αιτήματα προς την τουρκική πλευρά.
Οι κόκκινες γραμμές και αιτήματα της ελληνοκυπριακής πλευράς
Πρώτον, με αφορμή και διάφορες νύξεις που έγιναν, η ελληνοκυπριακή πλευρά ζητά να μην μεταφερθούν εκτός Κύπρου οι συνομιλίες, καθώς αυτό θα υπονόμευε την κυπριακή τους ηγεσία. Μόνον όταν σημειωθεί όση πρόοδος απαιτείται για την σύγκλιση διεθνούς διάσκεψης να αρχίσει η συζήτηση για την επιλογή της τοποθεσίας.
Δεύτερον, θα πρέπει να ξεκαθαριστεί το ζήτημα της χρηματοδότησης της λύσης, κάτι που αφέθηκε την τελευταία στιγμή το 2004, με φτωχά αποτελέσματα. Να ξεκινήσει προσπάθεια εξασφάλισης διεθνών δωρητών και την ίδια στιγμή να διαγράψει η Τουρκία το χρέος των Τουρκοκυπρίων.
Τρίτον, αν και έχει καλυφθεί σημαντικό έδαφος στο περιουσιακό, η συμπερίληψη στις επιλογές και της δυνατότητας των ιδιοκτητών να πωλήσουν τις περιουσίες τους στην ελεύθερη αγορά θα απομάκρυνε σημαντικά εμπόδια και πιθανόν θα άνοιγε το δρόμο για συμφωνία.
Τέταρτον, να ξεκαθαρίσει το ζήτημα του αναχρονιστικού χαρακτήρα των εγγυήσεων και της παρουσίας ξένων στρατευμάτων. Δέσμευση για αποχώρηση του 50% του τουρκικού στρατού την πρώτη μέρα της λύσης, θα δημιουργούσε θετικό κλίμα.
Και τέλος, να δρομολογηθούν από μέρους της Τουρκίας κινήσεις καλής θέλησης, συνοδεύοντας με πράξεις τα ωραία λόγια. Κάποια από αυτά μπορούν να συνδυαστούν και με το άνοιγμα των λιμανιών σε πλοία με κυπριακή σημαία.
Leave a Reply