Ηνωμένα Έθνη.- Ανάλυση του Αποστόλη Ζουπανιώτη
Την Πέμπτη με την υιοθέτηση από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ψηφίσματος 2338 για την ανανέωση της θητείας της ΟΥΝΦΙΚΥΠ, έκλεισε ένα 20ήμερο εντατικών διαβουλεύσεων για το κυπριακό, στο οποίο μάλιστα έλαβαν χώρα για πρώτη φορά και κάποια μεγάλα γεγονότα. Όπως η ανταλλαγή χαρτών μεταξύ των δύο πλευρών και η Διάσκεψη για την Κύπρο, στην οποία κάθισαν στο ίδιο τραπέζι ο πρόεδρος Αναστασιάδης κι ο εκπρόσωπος της κατοχικής δύναμης, υπουργός Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
Παρά τις πρωτοφανείς αυτές εξελίξεις, τις δηλώσεις του ΓΓ του ΟΗΕ για την μεγάλη πρόοδο και τις προτροπές του ιδίου και του Συμβουλίου Ασφαλείας προς τις πλευρές να εντείνουν την προσπάθεια με καλή θέληση και να διανύσουν τα τελευταία μέτρα, υπάρχει μία αυξητική τάση για απαισιοδοξία και λόγω της σοβαρότητας των θεμάτων που απομένουν και λόγω του κλίματος στην Τουρκία και λόγω των δημοσκοπικών τάσεων στις δύο κοινότητες. Σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προστεθεί κι η αβεβαιότητα που προκαλεί στις παγκόσμιες σχέσεις η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ και τα νέα πρόσωπα που θα κληθούν να καλύψουν τις θέσεις των σημερινών χειριστών του κυπριακού στην Ουάσιγκτον.
Χαρακτηριστικό της απαισιοδοξίας, αναφορά Ελληνοκύπριου παράγοντα, που μας είπε ότι μέχρι τώρα έχουμε διανύσει τεράστια απόσταση, απ’ εδώ και κάτω όμως δεν βλέπει πως μπορούν να γεφυρωθούν οι πολύ μεγάλες διαφορές.
Η στάση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά δημιούργησε εικόνα «εθνικής υπερηφάνειας» σε κάποιους ότι η Ελλάδα «σκεπάζει με το … μανδύα της την Κύπρο”, στην πραγματικότητα όμως το περιβάλλον του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα θα μπορούσε να δεχθεί την παραμονή ελληνικών και τουρκικών στρατευμάτων στα επίπεδα της Ζυρίχης, με βελτιωμένες εγγυήσεις, αν ήταν βέβαιοι ότι αυτό θα γινόταν αποδεκτό από τους Ελληνοκύπριους. Ετσι, αφού ούτως ή άλλως δεν βλέπουν πιθανή αποδοχή των ελληνικών θέσεων από την Αγκυρα, αλλά ούτε και αποδοχή στην ελληνοκυπριακή κοινότητα ακόμη και των συμβιβαστικών προτάσεων που άφηνε να εννοηθεί ο Τζο Μπάιντεν ότι μπορούσε να περάσει, η κυβέρνηση Τσίπρα δεν έχει κανένα κίνητρο σε όλη την κριτική που δέχεται για τα υπόλοιπα θέματα να προστεθεί και το κυπριακό.
Ακόμη να μιλήσει ο Γκουτιέρες
Μπροστά σε όλη αυτή την κατάσταση, ο Αντόνιο Γκουτιέρες, μετά την παρουσία του στην έναρξη της Διάσκεψης της Γενεύης, είναι ικανοποιημένος που απέφυγε το φιάσκο στην πρώτη αποστολή της θητείας του ως ΓΓ του ΟΗΕ. Είναι επίσης ικανοποιημένος γιατί τροχοδρόμησε μία διαδικασία στην οποία εμπλέκει τουλάχιστον όλους τους άμεσους πρωταγωνιστές – κάτι που του δίνει την ευκαιρία στην κατάλληλη στιγμή να είναι σε θέση να αποδώσει συνολικά και επί μέρους ευθύνες – κι απ’ εδώ και στο εξής θα είναι ιδιαίτερα προσεκτικός. Το μήνυμα που βγαίνει από τη Γραμματεία είναι πως δεν θα βιαστεί να εμπλακεί προσωπικά εκ νέου, αν δεν είναι βέβαιος ότι από μία νέα σύνοδο υψηλού επιπέδου της Διάσκεψης θα βγεί κάτι. Οι διαρροές περί δυσαρέσκειας προς το πρόσωπο του Έσπεν Μπαρθ Έιντε δεν επιβεβαιώνονται από πουθενά, πέραν των προσωπικών εκτιμήσεων αξιωματούχων σε Αθήνα και Λευκωσία. Άλλωστε, μόλις πρόσφατα ο Νορβηγός πρώην διπλωμάτης διορίστηκε εκ νέου στα καθήκοντά του, κάτι που χαιρετίστηκε και στο ψήφισμα 2338 του Σ.Α. Όμως, είναι φανερό από την εμφάνισή του Γκουτιέρες στην έναρξη της διάσκεψης στη Γενεύη ότι δεν θα είναι ο άβουλος προκάτοχός του, για να άρεται και φέρεται από τους συμβούλους του.
Οπως παραδέχθηκε και στις δημόσιες δηλώσεις του, ο Έσπεν Μπαρθ Έιντε, ο Γκουτιέρες είναι σε τακτική επαφή μαζί του, που σημαίνει ότι κάθε νέα κίνηση ελέγχεται. Ίσως μάλιστα αυτό να είναι το στυλ του νέου ΓΓ του ΟΗΕ σε όλα τα μεγάλα ζητήματα του διεθνούς οργανισμού.
Με βάση όλα τα δεδομένα που έχουν προκύψει από τις δύο συνόδους στη Γενεύη, τις συσκέψεις Έιντε στη Γραμματέα και τις διαβουλεύσεις του με το Συμβούλιο Ασφαλείας, σε ότι αφορά τις εγγυήσεις και την ασφάλεια θα συνεχιστούν οι χωριστές διαβουλεύσεις του Νορβηγού διπλωμάτη με τους εμπλεκόμενους, αναζητώντας την φόρμουλα για την ασφάλεια στην οποία έχει αναφερθεί θεωρητικά, που θα καθησυχάζει τις ανησυχίες όλων.
Καθώς ο Έιντε μίλησε για μερικές εβδομάδες κι όχι μήνες, ίσως υπάρξει στα τέλη Φεβρουαρίου – αρχές Μαρτίου ακόμη μία συνάντηση υπουργών Εξωτερικών, για ανασκόπηση των νέων δεδομένων που θα δημιουργηθούν μέχρι τότε, χωρίς πάλι να υπάρχουν υψηλές προσδοκίες και χωρίς παρουσία του ΓΓ.
Ωστόσο, το μεγάλο ερωτηματικό είναι – και αν ακόμη καθησυχαστούν οι δύο κοινότητες – αν θα ικανοποιηθούν οι στρατηγικές επιδιώξεις της Αγκυρας, η οποία με τις πρόσφατες δηλώσεις Τουρκές καθιστά σαφές ότι η βασική της έγνοια δεν είναι οι Τουρκοκύπριοι, αλλά τα δικά της στρατηγικά συμφέροντα.
Η συμπεριφορά της Τουρκίας στη Γενεύη και η δήλωση Τσαβούσογλου ότι δεν θα έμενε μία ακόμη μέρα γιατί έχει σοβαρότερα πράγματα να κάνει με το Συριακό, έχει προκαλέσει σκεπτικισμό σε πολλούς στα Ηνωμένα Έθνη, ότι η Τουρκία μετάνιωσε που αποδέχθηκε διάσκεψη ανοιχτού τέλους.
Την ίδια στιγμή όμως, ο Έσπεν Μπαρθ Έιντε ήταν κατηγορηματικός ότι η Αγκυρα δεν βιάζεται να κλείσει τη διάσκεψη κι άφησε να εννοηθεί ότι περιμένει κάποια πράγματα. Αυτά μπορεί να σχετίζονται, είτε με το να κλείσουν τα θέματα στα πέντε κεφάλαια (άρα, απλά η διάσκεψη θα κωλυσιεργεί μέχρι να κλείσουν τα υπόλοιπα), είτε με τις επιδιώξεις της Άγκυρας να αποσπάσει ανταλλάγματα στο τομέα της ισχύος των τεσσάρων ελευθεριών για τους Τούρκους υπηκόους. Εκτιμάται ότι καθώς η Γερμανία έχει εμπλακεί έντονα στο παρασκήνιο για την ασφάλεια και τις εγγυήσεις, η επίσκεψη Μέρκελ στην Αγκυρα στις 2 Φεβρουαρίου θα δώσει την ευκαιρία για περαιτέρω διερεύνηση των προθέσεων του Ταγίπ Ερντογάν.
Πάντως, καθώς πολλοί εκτιμούν ότι ίσως ο Ερντογάν κάνει μαξιμαλιστικές δηλώσεις λόγω του δημοψηφίσματος. αυτό από μόνο του ίσως βάζει ένα πρώτο χρονικό όριο στη διαδικασία, προσδιορίζοντας για αργότερα τις κρίσιμες αποφάσεις της Αγκυρας.
Ο ρόλος του Συμβουλίου Ασφαλείας
Στο ζήτημα της εμπλοκής του Συμβουλίου Ασφαλείας, φαίνεται ότι η σπουδή της Λευκωσίας την 1η Δεκεμβρίου να δείξει με λανθασμένους επικοινωνιακούς χειρισμούς ότι η διάσκεψη δεν θα ήταν πενταμερής, αλλά κάτι μεγαλύτερο, δημιούργησε μία τεράστια σύγχυση, που τελικά δεν ωφέλησε τον πρόεδρο Αναστασιάδη. Οι δηλώσεις Έιντε στη Νέα Υόρκη κι η αποκάλυψή του στη συνέντευξη προς το ΚΥΠΕ πως κανένα μέλος του Σ..Α. δεν ζήτησε συμμετοχή του Συμβουλίου στη διάσκεψη, εγείρει κάποια ζητήματα σε όσους διέρρεαν το αντίθετο.
Στην πραγματικότητα, εκείνο το οποίο επιθυμούσε η πλευρά μας με την εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας, δεν ήταν η παρουσία της Νιγηρίας λ.χ., αλλά των 5 μονίμων μελών. Ορθώς ο Έιντε είπε πως δεν υπάρχει προηγούμενο συμμετοχής του Σ.Α. ως μέλος σε τέτοιες διασκέψεις, υπάρχουν όμως πολλά προηγούμενα συμμετοχής των «5».
Στη διάρκεια της παραμονής του στη Νέα Υόρκη, ο Έσπεν Μπαρθ Έιντε είχε χωριστή συζήτηση με τους μονίμους αντιπροσώπους των «5», η οποία – αν και δεν έγιναν πολλά πράγματα γνωστά – φαίνεται ότι κάλυψε σε μεγαλύτερο βαθμό πτυχές πιθανής μεγαλύτερης εμπλοκής. Μία πρόσκληση προς τους εμπλεκόμενους να παρουσιαστούν σε συνεδρίαση του Σ.Α. θα μπορούσε να είναι ένας από τους τρόπους επίδειξης αυξημένου ενδιαφέροντος, όπως και μια οργανωμένη επίσκεψη εργασίας των μελών του Συμβουλίου στην Κύπρο.
Η υπερδύναμη περί άλλων μεριμνά και τυρβάζει
Παραμένει άγνωστο αν ποτέ η Ουάσιγκτον παρέμβει ξανά στο κυπριακό στο υψηλότατο επίπεδο της κυβέρνησης Ομπάμα, αλλά κι αν αυτή τη στιγμή θα διακινδύνευε κανείς εκ των εμπλεκομένων να το ζητήσει, με δεδομένη την άγνοια των θέσεων και των επιδιώξεων της νέας κυβέρνησης και του νέου υπουργού Εξωτερικών.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις του ομογενή προσωπάρχη Ρέινς Πρίμπους, στην εκδήλωση των Ελληνοαμερικανών για την ορκωμοσία του νέου προέδρου, κάθε άλλο παρά καθησυχαστικές ήταν για το λόμπι μας, αφού δεν γνωρίζει το κυπριακό και τις πραγματικότητες στην περιοχή. Μάλιστα ο «σκληρός πυρήνας» Ομογενών που ασχολείται με το κυπριακό δεν έδωσε στην πλειοψηφία του το παρών στην εκδήλωση, αν και μερικοί έστειλαν χρήματα. Για την ώρα δεν υπάρχει συνομιλητής με την κυβέρνηση Τραμπ και καμία πρόσβαση προς τον ίδιο, παρά την παρουσία του Πρίμπους δίπλα του.
Οι δύο Έλληνες υπουργοί Πάνος Καμμένος και Νίκος Παππάς που ήλθαν στην Ουάσιγκτον για την ορκωμοσία, στις σύντομες συνομιλίες που είχαν μαζί με τον κ. Πρίμπους και με άλλους, φαίνεται ότι εστίασαν την προσοχή τους να ανοίξουν δίαυλο επικοινωνίας με την κυβέρνηση Τραμπ και να δείξουν πως δεν θα δημιουργήσουν πρόβλημα στις ΗΠΑ, αντίθετα η Ελλάδα μπορεί να βοηθήσει στις αμερικανικές προσπάθειες προσέγγισης με τη Ρωσία.
Παρόμοιες ανησυχίες δείχνουν να έχουν κι οι Τούρκοι, παρά την «επαγγελματική σχέση» με τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, Μάικ Φλυν και την πρόθεση του Ρεξ Τίλερσον να καταβάλλει κάθε προσπάθεια να μην πέσει η Τουρκία στην αγκαλιά της Μόσχας. Ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου που ήλθε με την ευκαιρία της ορκωμοσίας Τραμπ στην Ουάσογκτον, είχε σύμφωνα με πληροφορίες συνάντηση με τον κ. Φλυν.
Από τα μέσα Δεκεμβρίου, υπεύθυνος εκ μέρους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη μεταβατική περίοδο έχει οριστεί ο γραφειοκράτης βοηθός υφυπουργός Εξωτερικών, Τζόναθαν Κόεν. Καθώς μάλιστα έχει παραιτηθεί η Βικτώρια Νούναλντ κι όλη η πολιτική ηγεσία, δεν υπάρχει ουδείς να λάβει αποφάσεις κι έχουν καταργηθεί ακόμη κι οι καθημερινές ενημερώσεις των δημοσιογράφων. Υπό την έννοια αυτή, οι διάφορες δηλώσεις που γίνονται στη Λευκωσία από την πρέσβειρα Καθλίν Ντόχερτι, παρότι κινούνται στη γνωστή αμερικανική γραμμή στο κυπριακό, ίσως να είναι απλά η παλιά «γραμμή» ή προσωπικές της απόψεις.
Ο κ. Κόεν, πάντων, βρέθηκε στη Νέα Υόρκη με την ευκαιρία της ενημέρωσης του Σ.Α. από τον Εσπεν Μπαρθ Έιντε και συναντήθηκε μαζί του. Υποσχέθηκε να διαβιβάσει το αίτημα του ειδικού συμβούλου να συναντηθεί με τη νέα ηγεσία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ο κ. Κόεν είχε κι άλλες συναντήσεις με παίκτες του κυπριακού κι από πληροφορίες δεν ήθελε να δεσμευθεί σε τίποτε, ιδίως σε μία περίοδο που πολλοί υπολογίζουν στις αμερικανικές υποσχέσεις για συμμετοχή στο ταμείο της λύσης.
Leave a Reply