Γράφει ο Ρήγας Καππάτος
H María Stuarda ή «Μαρία Στιούαρτ» του Γκαετάνο Ντονιτσέττι (1797-1848) αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη προσθήκη στο ρεπερτόριο της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης: ανεβάστηκε για πρώτη φορά πριν τρία χρόνια. Για τον γράφοντα η πρώτη φορά θέασής της ήταν στη φετινή σεζόν, 2016.
Η ζωή αλλά και το τραγικό τέλος της βασίλισσας της Σκωτίας Μαρίας Στιούαρτ (1542-1587 έχει αποτελέσει θέμα παντοειδών έργων τέχνης, και, ασφαλώς, δεν έμεινε έξω η όπερα. Αυτό έγινε το 1834, όταν ο κύριος εκπρόσωπος του ιταλικού «μπελκάντο» Τζοακίνο Ροσσίνι, διευθυντής του Ιταλικού θεάτρου του Παρισιού, ζήτησε από τον Ντονιτσέττι να συνθέσει μια όπερα. Αυτός προσέφυγε στον Φελίτσε Ρομάνι για να γράψει το λιμπρέτο, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να ανταποκριθεί και -για λόγους που δεν ξακαθαρίστηκαν επακριβώς- κατέφυγε στον 17άχρονο σπουδαστή της Νομικής Τζουζέππε Μπαρντάρι, ο οποίος χρησιμοποίησε την τραγωδία του Γερμανού συγγραφέα Φρίντριχ Σίλλερ “María Estuardo”.
Η τραγωδία της ζωής της Μαρίας Στιούαρτ άρχισε πριν μεταφερθεί στην όπερα και στις άλλες τέχνες, σχεδόν από την ίδια τη γέννησή της. Όταν ήταν μόλις έξι μηνών, στην κούνια, την έταξαν νύφη του Εδουάρδου του 6ου της Αγγλίας με σκοπό μια πιθανή συμφιλίωση και ένωση των δύο βασιλείων. Ήταν ένας γάμος που δεν πραγματώθηκε ποτέ.
Έτσι, όταν ενηλικιώθηκε, πάντρεψαν τη Μαρία με τον βασιλιά Φραγκίσκο 2ο της Γαλλίας, ο οποίος όμως πέθανε λίγο μετά το γάμο. Εν συνεχεία παντρεύτηκε τρεις ακόμα φορές, ενώ ενδιάμεσα και στη διάρκεια της εικοσαετούς φυλάκισής της είχε και κάποιες ακόμα ερωτικές περιπέτειες.
Στην όπερα του Ντονιτσέττι, ύστερα από την αποκήρυξη της Μαρίας Στιούαρτ από τους Σκώτους καθολικούς για λόγους θρησκευτικούς (αλλά και ποινικούς -συν πολιτικούς- με την κατηγορία ότι συμμετείχε στη δολοφονία ενός από τους συζύγους της), πέρασε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής της στη φυλακή.
Μία ακόμα εκδοχή ή λεπτομέρεια για την ερωτική ζωή της Μαρίας Στιούαρτ είναι ότι ο κόμης του Λέστερ, ο οποίος εικάζεται πως είχε ερωτικές σχέσεις με την «αγοροφέρνουσα» και «παρθένα» δυναμική βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ, είχε ταυτόχρονα ερωτικές σχέσεις και με τη φυλακισμένη Μαρία. Αυτός φέρεται στην όπερα να της ζητάει να αφήσει για λίγο την εγγενή υπερηφάνεια της και να ζητήσει από τη βασίλισσα χάρη. Εκείνη, ύστερα από μια αρχική άρνηση, δέχεται και αυτό συμβαίνει σε μια σκηνοθετημένη συνάντηση στο δάσος, πλάι στη φυλακή. Η Μαρία γονατίζει μπροστά στην Ελισάβετ, αλλά όταν υπάρχουν δύο δυναμικές ανταγωνίστριες σε ένα θρησκευτικό πόλεμο (καθολικών και προτεσταντών) δεν υπάρχουν περιθώρια συμφιλίωσης. (Οι ιστορικοί λένε ότι η συνάντηση δεν έγινε και ότι πρόκειται για προσθήκη του λιμπρετίστα Μπαρντάρι).
Οι δύο γυναίκες βρίζονται εξακοντίζοντας ό,τι δηλητηριωδέστερο έχει η μία εναντίον της άλλης, αφού ο λιμπρετίστας δεν αφαίρεσε από το κείμενο τους λιβέλους κοσμητικών επιθέτων που ο Σίλλερ είχε βάλει στην τραγωδία του. Πρώτη επιτίθεται η Μαρία: «Α! Φτάνει πια, φτάνει! / Βρωμερή κόρη της Μπολέιν (αναφέρεται στην Άννα Μπολέιν, ο βίος της ποίας απετέλεσε άλλη όπερα του του Ντονιτσέττι, την «Άννα Μπολένα») / Πώς τολμάς να μιλάς για ατιμία; Αισχρή, ξετσίπωτη πόρνη, / όλη μου η ντροπή πέφτει επάνω σου. / Το ηθικό μίασμα της Αγγλίας άλλαξε δρόμο. / Νόθο, πρόστυχο πλάσμα / τελευταίο κατακάθι βρωμιάς».
Έτσι, αντί για συμφιλίωση η Μαρία επιστρέφει στη φυλακή και η Ελισάβετ παίρνει τελικά την απόφαση να την αποκεφαλίσει.
Η όπερα του Ντονιτσέττι εκφράζει μουσικά όλη την ένταση των δραματικών γεγονότων, ενώ το μέρος της ορχήστρας, κατά τους ειδικούς, αποτελείται από τις πιο εκφραστικές μουσικές σελίδες του ιταλικού «μπελκάντο».
Το τραγικό φινάλε, η συνενωμένες σε μία δεύτερη και τρίτη πράξεις διάρκειας σχεδόν μιάμισης ώρας, αφήνεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μία από τις δύο σοπράνο: αυτή που υποδύεται τη Μαρία. Η μουσική ένταση είναι αργή, πένθιμη, ενώ η ετοιμασία για τον αποκεφαλισμό γίνεται μέσα στο κελί της Μαρίας Στιούαρτ, έναν απόκοσμο χώρο σκοτεινιάς και κατάθλιψης. Αυτό ίσαμε την εμφάνισή της μπροστά στη σκάλα που οδηγεί στον δήμιο.
Αν είναι ένα πράγμα για το οποίο ο θεατής-ακροατής της «Μαρίας Στουάρντα» δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί, είναι ότι λείπει το τραγούδι. Η μουσική παέμβαση των πέντε κύριων πρωταγωνιστών, δύο σοπράνο (Έλσα βαν ντεν Χέεβερ από τη Νότιο Αφρική, ως βασίλισσα Ελισάβετ, και Σόντρα Ραντβανόβσκι, Μαρία Στιούαρτ, από το Ιλλινόις των ΗΠΑ), ένας λυρικός τενόρος (Σέλσο Αλμπέλο, από τα Κανάρια Νησιά, ως κόμης του Λέστερ), ένας μπασο-βαρύτονος (Πάτρικ Καρφίτσι, από τη Νέα Υόρκη, ως Λόρδος Μπέργκλεϊ) και ένας βαθύφωνος (Κβανγκτσούλ Γιουν, από τη Νότια Κορέα, ως Τάλμποτ), παρεμβαίνουν σε μονωδίες, ντουέτα, τρίο, κουαρτέτα και κουϊντέτα συν τη χορωδία σχεδόν χωρίς διακοπή, με προεξέχουσες τις δύο σοπράνο, και κυρίως τη Μαρία Στιούαρτ. Οι φωνητικές κορυφώσεις στις «ακούτες» στη δεύτερη πράξη είναι τόσες, ώστε ο ακροατής φοβάται αν θα μπορέσει να δώσει ακόμα μία!
Αυτό γίνεται σε άριες όπου η ανθρώπινη υπεροχή της Μαρίας είναι αναμφισβήτητη: «Πέστε της να χαίρεται το θρόνο της ήσυχη. / Ότι δεν θα ενοχλήσω άλλο την ευτυχία της, / και ότι θα προσπέσω στη θεία χάρη για αυτήν. / Α! Ναι, πέστε της να μην ενοχληθεί από τύψεις, θα τα ξεπλύνω όλα με το αίμα μου». Αυτά λέγονται σε απάντηση των όσων λέει η Ελισάβετ στον κόμη Λέστερ: «Μάταια ζητάς χάρη / είμαι αμετακίνητη και έχω ήδη αποφασίσει. / Στο θάνατο της αλαζονικής αντιπάλου μου / βρίσκω το τέλος του κινδύνου μου, / ελεύθερη μέσα από τη ροή του αίματός της».
Ενώ το έργο του Ντονιτσέττι ετοιμαζόταν για την πρεμιέρα στην Όπερα της Νεάπολης και είχαν φτάσει στην πρόβα τζενεράλε ή τελική δοκιμή, η λογοκρισία το απέρριψε. Αυτό έγινε όχι μόνο για τα κοσμητικά επίθετα που εκστομίζονται από τις πρωταγωνίστριες, αλλά και για το ότι δεν επιτρεπόταν να καρατομηθεί μια καθολική βασίλισσα στην Ευρώπη. Στη λογοκρισία όμως προστέθηκε και ένας ακόμα σοβαρότατος λόγος: οι δύο πρωταγωνίστριες σοπράνο ζούσαν στην κυριολεξία τους ρόλους τους στη σκηνή, αναμειγνύοντας την τέχνη με την πραγματικότητα.
Προφανώς και για διαφορές που είχαν μεταξύ τους, όταν έφτασαν στο σημείο της ανοιχτής ρήξης, βρίζοντας η μία την άλλη, η Τζουζεπίνα Ρόντστι ντε Μπένις, ως Μαρία, και η Άννα ντελ Σέρρε, ως Ελισάβετ, ρίχτηκαν η μία στην άλλη και ξεμαλλιάστηκαν στην τελική δοκιμή, 23 Οκτωβρίου του 1834. Πρώτη επιτέθηκε η Μαρία-Τζουζεπίνα αλλά ήταν πιο χειροδύναμη η Ελισάβετ-ντελ Σέρρε (το όνομά της στα ιταλικά σημαίνει κλείδωμα!). Με μία λαβή έριξε κάτω τη Μαρία αφήνοντάς την ξερή πάνω στο πάλκο, γράφουν οι χρονικογράφοι.
Το σκάνδαλο συν η απαγόρευση ματαίωσαν την πρεμιέρα η οποία έγινε ένα χρόνο μετά, στις 30 Δεκεμβρίου 1835, στη Σκάλα του Μιλάνου.
Διευθυντής της ορχήστρας για την παράσταση της Μετροπόλιταν Όπερα ήταν ο Ιταλός Ρικάρντο Φρίτσα από την Μπρέσσια.
Εκτός από την μουσική ερμηνεία και την άρτια απόδοση των τραγουδιστών, καταχειροκροτήθηκαν τα εκπληκτικά σκηνικά και τα κοστούμια της «Μαρίας Στουάρντα», με αποκορύφωμα τη σκηνή του αποκεφαλισμού.
Η πρώην βασίλισσα της Σκωτίας περπατάει αργά, με τα μάτια δεμένα και, ίσως συμβολίζοντας το αίμα της, ντυμένη στα κόκκινα ανεβαίνει ένα-ένα τα σκαλοπάτια μιας κλίμακας που καλύπτει όλο το ύψος πενταώροφης πολυκατοικίας της μισοσκότεινης σκηνής. Στο τέλος της σκάλας υπάρχει μόνο ένα αμυδρό φως: ο δήμιος εξυπονοείται, αυτός που θα κόψει με μία σπαθιά το λαιμό της Μαρίας που πόθησαν, θώπευσαν και καταφίλησαν τόσοι εραστές. Σε αυτό το αμυδρό φως, όμως, εξυπονοείται και η απελευθέρωσή της από τα δεσμά της γήινης φυλακής και, ίσως, η ένωσή της με το Θεό, που ως πιστή καθολική υπηρέτησε με παρρησία στη γη. Η σκηνή ήταν τόσο τέλεια επινοημένη, τόσο πειστική, με τη μουσική της ορχήστρας τόσο δραματική, που πολλοί από το ακροατήριο συγκινήθηκαν χειροκροτώντας την τέλεια αυτή παράσταση στη Μετροπόλιταν Όπερα.
Leave a Reply